- έφαλση
- η (Α έφαλσις)αναπήδηση πάνω σε κάτι, εφόρμησηνεοελλ.1. (γυμναστ.) το πήδημα πάνω στο εφαλτήριο2. (ιππευτ.) η αναπήδηση πάνω στο άλογο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλσις (< ἅλλομαι «πηδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.